αττικίστρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αττικίστρια < αττικιστής + -τρια
Ουσιαστικό
επεξεργασίααττικίστρια θηλυκό
- (λόγιο) θηλυκό του αττικιστής
- Όμως η Αλεξιούπολη που χτίζει στη Θράκη (…) αποκαλείται και Νεόκαστρο, (…) λέει η αττικίστρια κόρη του Άννα Κομνηνή… (*)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αττικίστρια
|