philharmonique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- philharmonique < philharmonie + -ique
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fi.laʁ.mɔ.nik/
Επίθετο
επεξεργασίαphilharmonique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
philharmonique | philharmoniques |
philharmonique (fr) αρσενικό
- (μουσική) φιλαρμονική (μπάντα, ορχήστρα)