όρθρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | όρθρος | οι | όρθροι |
γενική | του | όρθρου | των | όρθρων |
αιτιατική | τον | όρθρο | τους | όρθρους |
κλητική | όρθρε | όρθροι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- όρθρος < αρχαία ελληνική ὄρθρος
Ουσιαστικό επεξεργασία
όρθρος αρσενικό