Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ορθοστατικός η ορθοστατική το ορθοστατικό
      γενική του ορθοστατικού της ορθοστατικής του ορθοστατικού
    αιτιατική τον ορθοστατικό την ορθοστατική το ορθοστατικό
     κλητική ορθοστατικέ ορθοστατική ορθοστατικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ορθοστατικοί οι ορθοστατικές τα ορθοστατικά
      γενική των ορθοστατικών των ορθοστατικών των ορθοστατικών
    αιτιατική τους ορθοστατικούς τις ορθοστατικές τα ορθοστατικά
     κλητική ορθοστατικοί ορθοστατικές ορθοστατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ορθοστατικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική orthostatic < αρχαία ελληνική ὀρθός + ἵστημι

  Επίθετο επεξεργασία

ορθοστατικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία