ορθοστατικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ορθοστατικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική orthostatic < αρχαία ελληνική ὀρθός + ἵστημι
Επίθετο επεξεργασία
ορθοστατικός
- που έχει σχέση με την ορθοστασία, αναφέρεται σ’ αυτή ή προκαλείται απ’ αυτή
- ※ Άπαντες εμφανίζουν μεγάλη απώλεια του αρχικού σωματικού βάρους, αρκετοί πέραν του 10%, παρουσιάζουν συχνές υπογλυκαιμικές κρίσεις, ορθοστατική υπόταση ως και άλλες σοβαρές δυσλειτουργίες των λοιπών συστημάτων (καρδιαγγειακού, πεπτικού, ενδοκρινολογικού κ.λπ.). (Εφημερίδα των Συντακτών, 23/3/2015)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις ορθοστασία, ορθός και στέκομαι
Μεταφράσεις επεξεργασία
ορθοστατικός
|