ορθοφωνία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ορθοφωνία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική orthophonie < αρχαία ελληνική ὀρθός + φωνή
Ουσιαστικό
επεξεργασίαορθοφωνία θηλυκό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ορθοφωνία