↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ορθοδοξία οι ορθοδοξίες
      γενική της ορθοδοξίας των ορθοδοξιών
    αιτιατική την ορθοδοξία τις ορθοδοξίες
     κλητική ορθοδοξία ορθοδοξίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ορθοδοξία < ορθός+δόξα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /o.ɾθo.ðoˈksi.a/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ορθοδοξία θηλυκό

  1. το να ακολουθεί κάποιος την ορθόδοξη άποψη, να μένει πιστός στην αρχική εκδοχή μιας διδασκαλίας
    όσοι απέκλιναν από τη μαρξιστική ορθοδοξία αποκαλούνταν προσβλητικά ρεβιζιονιστές
  2. η ανατολική ορθόδοξη εκκλησία, το ορθόδοξο δόγμα

Συγγενικά

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία