• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

ανορθοδοξία

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανορθοδοξία οι ανορθοδοξίες
      γενική της ανορθοδοξίας των ανορθοδοξιών
    αιτιατική την ανορθοδοξία τις ανορθοδοξίες
     κλητική ανορθοδοξία ανορθοδοξίες
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ανορθοδοξία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική unorthodoxy < un- (< αρχαία ελληνική στερητικό ἀν- + ελληνιστική κοινή ὀρθόδοξία)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

ανορθοδοξία θηλυκό

  • το να είναι κάποιος ανορθόδοξος, η ιδιότητα του ανορθόδοξου

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    ανορθοδοξία
  • αγγλικά : unorthodoxy (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ανορθοδοξία&oldid=4830066"
Τελευταία επεξεργασία στις 8 Σεπτεμβρίου 2020, στις 17:20

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 8 Σεπτεμβρίου 2020, στις 17:20.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie