ανορθοδοξία
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ανορθοδοξία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική unorthodoxy < un- (< αρχαία ελληνική στερητικό ἀν- + ελληνιστική κοινή ὀρθόδοξία)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ανορθοδοξία θηλυκό
- το να είναι κάποιος ανορθόδοξος, η ιδιότητα του ανορθόδοξου
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ανορθοδοξία