ανορθόδοξος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανορθόδοξος < αν- + ορθόδοξος (2. (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική unorthodox)
Επίθετο επεξεργασία
ανορθόδοξος, -η, -ο
- (θρησκεία) που δεν είναι ορθόδοξος (χριστιανός)
- που δεν γίνεται όπως συνήθως ή γίνεται με μη αποδεκτό τρόπο
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- ανορθόδοξα
- → δείτε τις λέξεις ορθόδοξος, ορθός και δόξα
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανορθόδοξος
|