Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανορθόδοξος η ανορθόδοξη το ανορθόδοξο
      γενική του ανορθόδοξου της ανορθόδοξης του ανορθόδοξου
    αιτιατική τον ανορθόδοξο την ανορθόδοξη το ανορθόδοξο
     κλητική ανορθόδοξε ανορθόδοξη ανορθόδοξο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανορθόδοξοι οι ανορθόδοξες τα ανορθόδοξα
      γενική των ανορθόδοξων των ανορθόδοξων των ανορθόδοξων
    αιτιατική τους ανορθόδοξους τις ανορθόδοξες τα ανορθόδοξα
     κλητική ανορθόδοξοι ανορθόδοξες ανορθόδοξα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανορθόδοξος < αν- + ορθόδοξος (2. (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική unorthodox)

  Επίθετο επεξεργασία

ανορθόδοξος, -η, -ο

  1. (θρησκεία) που δεν είναι ορθόδοξος (χριστιανός)
  2. που δεν γίνεται όπως συνήθως ή γίνεται με μη αποδεκτό τρόπο
     συνώνυμα: αντισυμβατικός, ασυνήθιστος
     αντώνυμα: αποδεκτός

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία