νηπιοβαπτισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
νηπιοβαπτισμός αρσενικό
- η συνήθεια της βάπτισης των νηπίων
- η νομότυπη καταπάτηση της αδιαμόρφωτης ακόμα ατομικής ελεύθερης θέλησης (βούλησης) του νηπίου
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
νηπιοβαπτισμός
|