υπολανθάνω
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
υπολανθάνω ρ. αμετάβατο
υπάρχω χωρίς να γίνομαι έκδηλος «στους επαίνους του υπελάνθανε πρόθεση ειρωνείας»
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
υπολανθάνω
|
υπολανθάνω ρ. αμετάβατο
υπάρχω χωρίς να γίνομαι έκδηλος «στους επαίνους του υπελάνθανε πρόθεση ειρωνείας»
|