Ετυμολογία

επεξεργασία
evlenmek' < ev (σπίτι), "κάνω σπίτι" ή "ανοίγω σπίτι"

evlenmek (tr)

  1. παντρεύομαι (αμετάβατο, μεταβατικό και αλληλοπαθές)
    (αμετάβατο) Yorgo'yu da kaybettik! O da evlendi... - Πάει κι ο Γιώργος! Παντρεύτηκε κι αυτός...
    (μεταβατικό) Evangelia Aleksandro'yla evlendi. - η Ευαγγελία παντρεύτηκε τον Αλέξανδρο
    (αλληλοπαθές) Niko'yla Stavro evlendi. - ο Νίκος και ο Σταύρος παντρεύτηκαν (μεταξύ τους)