marry
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | marry |
γ΄ ενικό ενεστώτα | marries |
αόριστος | married |
παθητική μετοχή | married |
ενεργητική μετοχή | marrying |
Ρήμα
επεξεργασίαmarry (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) παντρεύω, παντρεύομαι
- ⮡ I never thought she would marry him!
- Ποτέ δε φαντάστηκα ότι θα τον παντρευόταν!
- ⮡ He married later in life.
- Παντρεύτηκε μεγάλος.
- ⮡ I never thought she would marry him!