Ετυμολογία

επεξεργασία

βλ. γαλλικά < λατινικά

alternant (en)

  1. ο εναλλασσόμενος ανά σειρά πλέγματος
    (και δευτερευόντως μαθηματικής μήτρας/μαθηματικού πίνακα)
  2. (γεωλογία) για πολυστρωματικό πέτρωμα εναλλασσόμενης σύνθεσης/εναλλασσόμενων υλικών

Ουσιαστικό

επεξεργασία

alternant (en)

  1. (γλωσσολογία) αλλόμορφο· λέξη με ελαφρώς διαφοροποιημένη γραφή
  2. (γλωσσολογία) αλλότροπο· πχ αλλόφωνη λέξη
  3. (μαθηματικά) η ορίζουσα που αποτελεί εναλλακτική συνάρτηση*