Επίθετο

επεξεργασία

alternating (en)

  • εναλλασσόμενος, που εναλλάσσεται διαδοχικά με άλλον
    ⮡  alternating days - εναλλασσόμενες ημέρες
    ⮡  the alternating periods of flooding and drought - οι εναλλασσόμενες περίοδοι πλημμύρων και ξηρασίας
     συνώνυμα: alternate

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

alternating (en)