alternately
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαalternately (en) (χωρίς παραθετικά)
- εναλλακτικά, εναλλάξ, εκ περιτροπής
- ⮡ They work alternately, sometimes one and sometimes the other.
- Λειτουργούν εναλλακτικά, πότε το ένα πότε το άλλο.
- ⮡ They agreed to watch over the entrance alternately, one for two hours, and the other for another two.
- Συμφώνησαν να επιτηρούν την είσοδο εναλλάξ, δύο ώρες ο ένας, δύο ο άλλος.
- ⮡ We had ran and sunshine alternately.
- Είχαμε βροχή και λιακάδα εκ περιτροπής.
- ⮡ They work alternately, sometimes one and sometimes the other.
Πηγές
επεξεργασία- alternately - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 691. ISBN 9780194325684., λήμμα: περιτροπή