Ετυμολογία

επεξεργασία
alternately < alternate + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

alternately (en) (χωρίς παραθετικά)

  • εναλλακτικά, εναλλάξ, εκ περιτροπής
    ⮡  They work alternately, sometimes one and sometimes the other.
    Λειτουργούν εναλλακτικά, πότε το ένα πότε το άλλο.
    ⮡  They agreed to watch over the entrance alternately, one for two hours, and the other for another two.
    Συμφώνησαν να επιτηρούν την είσοδο εναλλάξ, δύο ώρες ο ένας, δύο ο άλλος.
    ⮡  We had ran and sunshine alternately.
    Είχαμε βροχή και λιακάδα εκ περιτροπής.