σερί
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σερί < Κατά το Ετυμολογικό Λεξικό Μπαμπινώτη[1] (άμεσο δάνειο) γαλλική série < λατινική seriēs < sero (ενώνω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκής προέλευσης
- Κατά το Λεξικό Τριανταφυλλίδη[2] < (άμεσο δάνειο) τουρκική seri < αραβική سَرِيع (sarīʿ, γρήγορος)
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /seˈɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σε‐ρί
- τονικό παρώνυμο: σέρι
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
σερί
- ασταμάτητα, ακατάπαυστα, χωρίς διακοπή
- ↪ Δουλεύουμε σερί δέκα ώρες, φτάνει πια!
- στη σειρά
- ↪ Πήρα σερί τα μαγαζιά ένα ένα, αλλά δεν βρήκα το παλτό που ήθελα.
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
σερί ουδέτερο άκλιτο
- ενέργεια που επαναλαμβάνεται χωρίς διακοπή, στη σειρά
- ↪ έκανα ένα σερί δέκα πόντων και κέρδισα το παιχνίδι
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
(επίρρημα)
|
Επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ σερί - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.