Δείτε επίσης: μοιραστής

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μοιραστός η μοιραστή το μοιραστό
      γενική του μοιραστού της μοιραστής του μοιραστού
    αιτιατική τον μοιραστό τη μοιραστή το μοιραστό
     κλητική μοιραστέ μοιραστή μοιραστό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μοιραστοί οι μοιραστές τα μοιραστά
      γενική των μοιραστών των μοιραστών των μοιραστών
    αιτιατική τους μοιραστούς τις μοιραστές τα μοιραστά
     κλητική μοιραστοί μοιραστές μοιραστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μοιραστός < μεσαιωνική ελληνική μοιραστός

  Επίθετο επεξεργασία

μοιραστός

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία