Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αδιάσπαστα < αδιάσπαστος

  Επίρρημα επεξεργασία

αδιάσπαστα

  1. με αδιάσπαστο τρόπο
    ζωή και θάνατος είναι αδιάσπαστα ενωμένα

  Μεταφράσεις επεξεργασία