Ετυμολογία

επεξεργασία
αδιάσπαστα < αδιάσπαστος

  Επίρρημα

επεξεργασία

αδιάσπαστα

  1. με αδιάσπαστο τρόπο
    ζωή και θάνατος είναι αδιάσπαστα ενωμένα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία