Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διασπαστικός η διασπαστική το διασπαστικό
      γενική του διασπαστικού της διασπαστικής του διασπαστικού
    αιτιατική τον διασπαστικό τη διασπαστική το διασπαστικό
     κλητική διασπαστικέ διασπαστική διασπαστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διασπαστικοί οι διασπαστικές τα διασπαστικά
      γενική των διασπαστικών των διασπαστικών των διασπαστικών
    αιτιατική τους διασπαστικούς τις διασπαστικές τα διασπαστικά
     κλητική διασπαστικοί διασπαστικές διασπαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διασπαστικός < διάσπαση + -τικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική disruptif)

  Επίθετο επεξεργασία

διασπαστικός

  • που σχετίζεται με τη διάσπαση, αναφέρεται σ’ αυτή ή την προκαλεί

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία