διασπαστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διασπαστικός < διάσπαση + -τικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική disruptif)
Επίθετο
επεξεργασίαδιασπαστικός
- που σχετίζεται με τη διάσπαση, αναφέρεται σ’ αυτή ή την προκαλεί
Συγγενικά
επεξεργασία- διασπαστικά
- → δείτε τις λέξεις διασπώ και σπάω