πυροδιάσπαση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πυροδιάσπαση | οι | πυροδιασπάσεις |
γενική | της | πυροδιάσπασης* | των | πυροδιασπάσεων |
αιτιατική | την | πυροδιάσπαση | τις | πυροδιασπάσεις |
κλητική | πυροδιάσπαση | πυροδιασπάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, πυροδιασπάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπυροδιάσπαση θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία πυροδιάσπαση
|
Πηγές
επεξεργασία- πυροδιάσπαση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πυροδιάσπαση - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)