διακοπτόμενον
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία
διακοπτόμενον
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του διακοπτόμενος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του διακοπτόμενος
Δείτε επίσης επεξεργασία
- νέα ελληνικά: διακοπτόμενο