Ετυμολογία

επεξεργασία
αποκόπτομαι: παθητική φωνή του ρήματος αποκόπτω

αποκόπτομαι

  1. παθητική φωνή του ρήματος αποκόπτω
  2. (γραμματική) υφίσταμαι αποκοπή

  Μεταφράσεις

επεξεργασία