Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποκόπτομαι: παθητική φωνή του ρήματος αποκόπτω

  Ρήμα επεξεργασία

αποκόπτομαι

  1. παθητική φωνή του ρήματος αποκόπτω
  2. (γραμματική) υφίσταμαι αποκοπή

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία