casser
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαcasser (fr)
Εκφράσεις
επεξεργασία- à tout casser - πάρα πολύ· το πολύ πολύ
- casser la croûte - τσιμπολογώ, τρώω κάτι ελαφρό, τσιμπάω
- casser du sucre sur le dos de quelqu'un - κακολογώ κάποιον πίσω από την πλάτη του
- casser la figure à quelqu'un, casser la gueule à quelqu'un - σπάω τα μούτρα κάποιου, τον πλακώνω στο ξύλο
- se casser la figure, se casser la gueule - τρώω τα μούτρα μου, πέφτω και χτυπώ άσχημα· αποτυχαίνω
- casser le moral à quelqu'un - σπάζω το ηθικό κάποιου
- casser les oreilles à quelqu'un - κάνω πολύ θόρυβο
- casser les pieds à quelqu'un - εκνευρίζω, παρενοχλώ, πρήζω κάποιον
- casser sa pipe - πεθαίνω
- se casser la tête à - δουλεύω σκληρά
- se casser la voix - βραχνιάζω, χάνω τη φωνή μου
- se casser les dents sur quelque chose - αποτυχαίνω να κάνω κάτι