ενικός         πληθυντικός  
burette burettes

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

burette (fr) θηλυκό

  1. (θρησκεία) μικρό δοχείο για το λάδι και το νερό, για μία λειτουργία
  2. (αργκό) (στον πληθυντικό) τα αρχίδια