brechen
Γερμανικά (de) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
brechen (de) (παρατατικός: brach, μετοχή παρακειμένου: gebrochen)
- σπάζω στερεό αντικείμενο
- das Glas brechen - σπάζω το γυαλί
- βάζω τέλος σε μία σταθερή κατάσταση
- das Schweigen brechen - σπάζω τη σιωπή
- αθετώ π.χ. υπόσχεση
- das Versprechen brechen - αθετώ την υπόσχεση
- καταρρίπτω
- einen Rekord brechen - καταρρίπτω ένα ρεκόρ
- παραβαίνω, καταπατώ π.χ. όρκο (Eid brechen)
- die Strafe für diejenigen, die den Eid brechen, ist schwer - η ποινή για όσους παραβαίνουν τον όρκο, είναι βαριά