Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀνασπάω < ἀνα- + σπάω

ἀνασπάω

  1. τραβάω κάτι προς επάνω
  2. έλκω ένα πλοίο στη στεριά
  3. ρουφάω με απληστία
  4. σκίζω, κομματιάζω