• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ρωγμάτωση

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : ρηγμάτωση

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρωγμάτωση οι ρωγματώσεις
      γενική της ρωγμάτωσης* των ρωγματώσεων
    αιτιατική τη ρωγμάτωση τις ρωγματώσεις
     κλητική ρωγμάτωση ρωγματώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ρωγματώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ρωγμάτωση < *ρωγματώνω + -ση < ρωγμή < αρχαία ελληνική ῥωγμή

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ρωγμάτωση θηλυκό

  • (νεολογισμός) η πρόκληση ή ο σχηματισμός ρωγμών

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη ρωγμή

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    ρωγμάτωση
  • αγγλικά : fracturing (en)
  • γαλλικά : fracturation (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ρωγμάτωση&oldid=5511311"
Τελευταία επεξεργασία στις 3 Φεβρουαρίου 2022, στις 09:52

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 3 Φεβρουαρίου 2022, στις 09:52.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας