ρηγμάτωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ρηγμάτωση | οι | ρηγματώσεις |
γενική | της | ρηγμάτωσης* | των | ρηγματώσεων |
αιτιατική | τη | ρηγμάτωση | τις | ρηγματώσεις |
κλητική | ρηγμάτωση | ρηγματώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ρηγματώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ρηγμάτωση < ρήγμα + -ωση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική fracture)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαρηγμάτωση θηλυκό
- η πρόκληση ή η εμφάνιση ρηγμάτων σε μια κατασκευή ή κάποιον γεωλογικό σχηματισμό
- Η θόλος του θαλάμου δείχνει να βρίσκεται σε κατάσταση οριακής ισορροπίας, με τους θολίτες στην περιοχή της στέψης να παρουσιάζουν άνοιγμα αρμών, σε ικανό βάθος, από την εσωτερική επιφάνειά της. Στο σύνολο σχεδόν των θολιτών παρατηρούνται ρηγματώσεις και επιπλέον σε εκτεταμένες περιοχές, εκατέρωθεν της στέψης, διαπιστώθηκε σημαντική απώλεια μάζας του υλικού. (*)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ρήγμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία ρηγμάτωση
|