Δείτε επίσης: ρωγμάτωση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρηγμάτωση οι ρηγματώσεις
      γενική της ρηγμάτωσης* των ρηγματώσεων
    αιτιατική τη ρηγμάτωση τις ρηγματώσεις
     κλητική ρηγμάτωση ρηγματώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ρηγματώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ρηγμάτωση < ρήγμα + -ωση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική fracture)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ρηγμάτωση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία