θολίτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | θολίτης | οι | θολίτες |
γενική | του | θολίτη | των | θολιτών |
αιτιατική | τον | θολίτη | τους | θολίτες |
κλητική | θολίτη | θολίτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- θολίτης < θόλος + -ίτης (μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Gewölbstein[1] ή μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική voussoir[1] ή μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική arch stone[1])
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθολίτης αρσενικό
- (αρχιτεκτονική) σφηνοειδής λίθος που μαζί με άλλους χρησιμοποιούνται στην κατασκευή μιας θόλου ή μιας αψίδας
- ※ Η θόλος του θαλάμου δείχνει να βρίσκεται σε κατάσταση οριακής ισορροπίας, με τους θολίτες στην περιοχή της στέψης να παρουσιάζουν άνοιγμα αρμών, σε ικανό βάθος, από την εσωτερική επιφάνειά της. Στο σύνολο σχεδόν των θολιτών παρατηρούνται ρηγματώσεις και επιπλέον σε εκτεταμένες περιοχές, εκατέρωθεν της στέψης, διαπιστώθηκε σημαντική απώλεια μάζας του υλικού. (www.kathimerini.gr, 19.04.2014)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη θόλος
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία θολίτης
- ↑ 1,0 1,1 1,2 θολίτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας