Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σφηνόλιθος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
σφηνόλιθ
ος
οι
σφηνόλιθ
οι
γενική
του
σφηνόλιθ
ου
των
σφηνόλιθ
ων
αιτιατική
τον
σφηνόλιθ
ο
τους
σφηνόλιθ
ους
κλητική
σφηνόλιθ
ε
σφηνόλιθ
οι
Κατηγορία
όπως «
αντίλαλος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
σφηνόλιθος
<
σφήνα
+
-ο-
+
λίθος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σφηνόλιθος
αρσενικό
(
αρχιτεκτονική
) ο
θολίτης
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
σφήνα
και
λίθος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σφηνόλιθος
→
δείτε
τη λέξη
θολίτης