αψιδόλιθος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αψιδόλιθος < αψίδα + -ο- + λίθος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική voussoir ή arch-stone)
Ουσιαστικό επεξεργασία
αψιδόλιθος αρσενικό
- (αρχιτεκτονική) ο θολίτης
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αψιδόλιθος
|