σφηνοειδής γραφή από την αρχαία Αίγυπτο


↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σφηνοειδής η σφηνοειδής το σφηνοειδές
      γενική του σφηνοειδούς* της σφηνοειδούς του σφηνοειδούς
    αιτιατική τον σφηνοειδή τη σφηνοειδή το σφηνοειδές
     κλητική σφηνοειδή(ς) σφηνοειδής σφηνοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σφηνοειδείς οι σφηνοειδείς τα σφηνοειδή
      γενική των σφηνοειδών των σφηνοειδών των σφηνοειδών
    αιτιατική τους σφηνοειδείς τις σφηνοειδείς τα σφηνοειδή
     κλητική σφηνοειδείς σφηνοειδείς σφηνοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σφηνοειδής < αρχαία ελληνική σφηνοειδής < σφήν + εἶδος

  Επίθετο

επεξεργασία

σφηνοειδής

  1. που μοιάζει με σφήνα
  2. (για γραφή) που τα σύμβολά της αποτελούνται από σχήματα σαν σφήνες

  Μεταφράσεις

επεξεργασία