Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If Wikipedia is useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κάταγμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Δείτε επίσης
1.3.2
Μεταφράσεις
2
Αρχαία ελληνικά
(grc)
2.1
Ετυμολογία
2.2
Ουσιαστικό
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
κάταγμα
τα
κατάγμα
τ
α
γενική
του
κατάγμα
τ
ος
των
καταγμά
τ
ων
αιτιατική
το
κάταγμα
τα
κατάγμα
τ
α
κλητική
κάταγμα
κατάγμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κάταγμα
<
αρχαία ελληνική
κάταγμα
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ˈka.taɣ.ma
/
κάταγμα
στο χέρι
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κάταγμα
ουδέτερο
(
ιατρική
)
το
σπάσιμο
οστού
Δείτε επίσης
επεξεργασία
κάταγμα
στη
Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κάταγμα
αγγλικά
:
fracture
(en)
γαλλικά
:
fracture
(fr)
γερμανικά
:
Knochenbruch
(de)
ισπανικά
:
fractura
(es)
(de hueso)
πολωνικά
:
złamanie
(pl)
(kości)
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
κάταγμα
<
κατάγνυμι
κατάγω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κάταγμα
ουδέτερο
(
ιωνικός τύπος
:
κάτηγμα
,
μεταγενέστερα
κατέαγμα
)
θραύσμα
(
ιατρική
)
κάταγμα