Ετυμολογία

επεξεργασία

κάταγμα <

  1. κατάγνυμι
  2. κατάγω

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κάταγμα ουδέτερο (ιωνικός τύπος: κάτηγμα, μεταγενέστερα κατέαγμα)

  1. θραύσμα
  2. (ιατρική) κάταγμα