κάταγμα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κάταγμα | τα | κατάγματα |
γενική | του | κατάγματος | των | καταγμάτων |
αιτιατική | το | κάταγμα | τα | κατάγματα |
κλητική | κάταγμα | κατάγματα | ||
όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κάταγμα < αρχαία ελληνική κάταγμα
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈka.taɣ.ma/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κάταγμα ουδέτερο
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
κάταγμα
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
κάταγμα <
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κάταγμα ουδέτερο (ιωνικός τύπος : κάτηγμα, μεταγενέστερα κατέαγμα)