Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αφηρημένη κλάση < → δείτε τις λέξεις αφηρημένη και κλάση, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική abstract class

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

αφηρημένη κλάση

  Μεταφράσεις επεξεργασία