audience
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαaudience (en)
- το ακροατήριο, οι ακροατές, ομάδα ανθρώπων που έχουν μαζευτεί για να παρακολουθήσουν ή να ακούσουν κάτι
- ⮡ Towards the end of the speech, the audience couldn’t suppress their yawns anymore.
- Προς το τέλος της ομιλίας το ακροατήριο δεν έπνιγε πια τα χασμουρητά του.
- ⮡ the audience of an event - οι ακροατές μιας εκδήλωσης
- ⮡ Towards the end of the speech, the audience couldn’t suppress their yawns anymore.
- το κοινό, ένας αριθμός ατόμων ή μια συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων που παρακολουθούν, διαβάζουν ή ακούν το ίδιο πράγμα
- ⮡ the consumer audience - το καταναλωτικό/το αγοραστικό κοινό
- ⮡ a newspaper/magazine with a large audience of readers - εφημερίδα/περιοδικό με μεγάλο αναγνωστικό κοινό
- ⮡ Every writer/artist has its own audience.
- Κάθε συγγραφέας/καλλιτέχνης έχει το δικό του κοινό.
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαaudience (fr)
- η ακρόαση , η ακροαματικότητα