start off
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | start off |
γ΄ ενικό ενεστώτα | starts off |
αόριστος | started off |
παθητική μετοχή | started off |
ενεργητική μετοχή | starting off |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαstart off (en)
ενεστώτας | start off |
γ΄ ενικό ενεστώτα | starts off |
αόριστος | started off |
παθητική μετοχή | started off |
ενεργητική μετοχή | starting off |
start off (en)