ἀρχηγός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀρχηγός < ἀρχή + ἡγέομαι-οῦμαι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀρχηγός και ἀρχαγός και ουδέτερο, το αρχαγόν
- ο ηγέτης, ο γενάρχης, ο ιδρυτής, ηγεμόνας
- Δία τε Κρονίδαν ὕμνησον Ὀλύμπιον ἀρχαγὸν θεῶν
- Τεῦκρος μὲν ὁ τοῦ γένους ἡμῶν ἀρχηγός
- η πρωταρχική αιτία, ο πρωταίτιος, ο πρώτος που εισήγαγε μια αρχή
- τὸ οὖν αἴτιον καὶ τὸ ἀρχηγὸν αὐτῶν εἶναι τὸ ὠθοῦν (το αίτιο και η πρώτη αρχή είναι αυτό που ωθεί)
- δικαίως ἂν ἐκείνοις ἐγκαλέσειαν ὡς ἀρχηγοῖς γεγενημένοις.... (δίκαια θεωρούν ότι εκείνοι ήταν που πρώτοι...)
Επίθετο
επεξεργασία- ο αρχηγικός
- αἰαῖ, ....παίδων θρέπτειρ᾽, ἃ Τροίας ἀρχαγοὺς εἶχον τιμάς (αλοίμονο, ...θα με κάνουν κουβερνάντα, εμένα που με τιμούσαν στην Τροία με βασιλικές τιμές)
- ο αρχικός, επίθετο που καταδεικνύει την πηγή, την αρχική αιτία, αφορμή
- κακῶν ἀρχηγὸν ἐκφαίνεις λόγον (αυτή η κουβέντα προιωνίζει, φέρνει κάτι κακό)
Συνώνυμα
επεξεργασία- ἀρχηγέτης και (δωρικός τύπος) ἀρχαγέτης
- ἀρχέτης
- ἀρχός