suvereno
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | suvereno | suverenoj |
αιτιατική | suverenon | suverenojn |
suvereno (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | suvereno | suverenoj |
αιτιατική | suverenon | suverenojn |
suvereno (eo)