μοναρχώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μοναρχώ < αρχαία ελληνική μοναρχέω / μοναρχῶ
Ρήμα
επεξεργασίαμοναρχώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μοναρχώ | μοναρχούσα | θα μοναρχώ | να μοναρχώ | μοναρχώντας | |
β' ενικ. | μοναρχείς | μοναρχούσες | θα μοναρχείς | να μοναρχείς | (μονάρχει) | |
γ' ενικ. | μοναρχεί | μοναρχούσε | θα μοναρχεί | να μοναρχεί | ||
α' πληθ. | μοναρχούμε | μοναρχούσαμε | θα μοναρχούμε | να μοναρχούμε | ||
β' πληθ. | μοναρχείτε | μοναρχούσατε | θα μοναρχείτε | να μοναρχείτε | μοναρχείτε | |
γ' πληθ. | μοναρχούν(ε) | μοναρχούσαν(ε) | θα μοναρχούν(ε) | να μοναρχούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μονάρχησα | θα μοναρχήσω | να μοναρχήσω | μοναρχήσει | ||
β' ενικ. | μονάρχησες | θα μοναρχήσεις | να μοναρχήσεις | μονάρχησε | ||
γ' ενικ. | μονάρχησε | θα μοναρχήσει | να μοναρχήσει | |||
α' πληθ. | μοναρχήσαμε | θα μοναρχήσουμε | να μοναρχήσουμε | |||
β' πληθ. | μοναρχήσατε | θα μοναρχήσετε | να μοναρχήσετε | μοναρχήστε | ||
γ' πληθ. | μονάρχησαν μοναρχήσαν(ε) |
θα μοναρχήσουν(ε) | να μοναρχήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μοναρχήσει | είχα μοναρχήσει | θα έχω μοναρχήσει | να έχω μοναρχήσει | ||
β' ενικ. | έχεις μοναρχήσει | είχες μοναρχήσει | θα έχεις μοναρχήσει | να έχεις μοναρχήσει | ||
γ' ενικ. | έχει μοναρχήσει | είχε μοναρχήσει | θα έχει μοναρχήσει | να έχει μοναρχήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μοναρχήσει | είχαμε μοναρχήσει | θα έχουμε μοναρχήσει | να έχουμε μοναρχήσει | ||
β' πληθ. | έχετε μοναρχήσει | είχατε μοναρχήσει | θα έχετε μοναρχήσει | να έχετε μοναρχήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μοναρχήσει | είχαν μοναρχήσει | θα έχουν μοναρχήσει | να έχουν μοναρχήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία μοναρχώ
|