Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μοναρχικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μοναρχικ
ός
η
μοναρχικ
ή
το
μοναρχικ
ό
γενική
του
μοναρχικ
ού
της
μοναρχικ
ής
του
μοναρχικ
ού
αιτιατική
τον
μοναρχικ
ό
τη
μοναρχικ
ή
το
μοναρχικ
ό
κλητική
μοναρχικ
έ
μοναρχικ
ή
μοναρχικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μοναρχικ
οί
οι
μοναρχικ
ές
τα
μοναρχικ
ά
γενική
των
μοναρχικ
ών
των
μοναρχικ
ών
των
μοναρχικ
ών
αιτιατική
τους
μοναρχικ
ούς
τις
μοναρχικ
ές
τα
μοναρχικ
ά
κλητική
μοναρχικ
οί
μοναρχικ
ές
μοναρχικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
μοναρχικός
<
μοναρχία
Επίθετο
επεξεργασία
μοναρχικός
που αναφέρεται στη
μοναρχία
που υποστηρίζει τη
μοναρχία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μοναρχικός
αγγλικά
:
monarchical
(en)
(1),
monarchistic
(en)
(2)