reĝo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- reĝo < λατινικά reg-
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | reĝo | reĝoj |
αιτιατική | reĝon | reĝojn |
reĝo (eo)
- ο βασιλιάς
- la reĝo de bestoj : o βασιλιάς των ζώων