Δείτε επίσης: βασίλειος
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Βασίλειος οι Βασίλειοι
      γενική του Βασίλειου
& Βασιλείου
των Βασίλειων
& Βασιλείων
    αιτιατική τον Βασίλειο τους Βασίλειους
& Βασιλείους
     κλητική Βασίλειε Βασίλειοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)



Ετυμολογία

επεξεργασία

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Βασίλειος αρσενικό



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Βασίλειος οἱ Βασίλειοι
      γενική τοῦ Βασιλείου τῶν Βασιλείων
      δοτική τῷ Βασιλεί τοῖς Βασιλείοις
    αιτιατική τὸν Βασίλειον τοὺς Βασιλείους
     κλητική ! Βασίλειε Βασίλειοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Βασιλείω
γεν-δοτ τοῖν  Βασιλείοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Βασίλειος αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία