Βασίλη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /vaˈsi.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βα‐σί‐λη
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία
Βασίλη αρσενικό
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του Βασίλης
- ※ για την κλητική ενικού: [δημοτικό, κλέφτικο] ※ Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Β΄Γυμνασίου
Άλλες μορφές επεξεργασία
λογιότερες:
- για τη γενική ενικού: του Βασιλείου
- για την αιτιατική ενικού: τον Βασίλειο
- για την κλητική ενικού: Βασίλειε
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία
Βασίλη αρσενικό
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
βᾰσῐλα- | |||||
ονομαστική | ἡ | Βασίλη | αἱ | Βασίλαι | |
γενική | τῆς | Βασίλης | τῶν | Βασιλῶν | |
δοτική | τῇ | Βασίλῃ | ταῖς | Βασίλαις | |
αιτιατική | τὴν | Βασίλην | τὰς | Βασίλᾱς | |
κλητική ὦ! | Βασίλη | Βασίλαι | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Βασίλᾱ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | Βασίλαιν | |||
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | |||||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Βασίλη < άλλη μορφή του βασίλεια
Κύριο όνομα επεξεργασία
Βασίλη, -ης θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
ονόματα:
→ και δείτε τη λέξη Βασίλειος
Πηγές επεξεργασία
- Βασίλη, βασίλη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press
- P. M. Fraser, E. Matthews and R. W. V. Catling 2005 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. IV: Macedonia. Thrace, Northern Shores of the Black Sea, Oxford: Oxford University Press