Βασίλεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Βασίλεια < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vaˈsi.li.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βα‐σί‐λει‐α
- ομόηχο: βασίλεια
- παρώνυμο: βασιλεία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΒασίλεια θηλυκό
- χωριό της Κύπρου στο κατεχόμενο από τους Τούρκους τμήμα της (Επαρχία Κερύνειας) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
- γυναικείο όνομα
Μεταφράσεις
επεξεργασία Βασίλεια
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
Βᾰσῐλεια- | |||||
ονομαστική | ἡ | Βασίλειᾰ | αἱ | Βασίλειαι | |
γενική | τῆς | Βασιλείᾱς | τῶν | Βασιλειῶν | |
δοτική | τῇ | Βασιλείᾳ | ταῖς | Βασιλείαις | |
αιτιατική | τὴν | Βασίλειᾰν | τὰς | Βασιλείᾱς | |
κλητική ὦ! | Βασίλειᾰ | Βασίλειαι | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Βασιλείᾱ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | Βασιλείαιν | |||
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΒασίλεια, -ας θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη Βασίλειος
Πηγές
επεξεργασία- Βασίλεια - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Βασίλεια - ΘΕΤΙΜΑ, Αρχαίες Ελληνικές Διάλεκτοι - Λεξικό κυρίων ονομάτων στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012