βασιλεία
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- βασιλεία < αρχαία ελληνική βασιλεία < βασιλεύς
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /va.siˈli.a/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
βασιλεία θηλυκό
- (πολιτική) το αξίωμα του βασιλιά
- (πολιτική) το πολίτευμα στο οποίο την εξουσία έχει ο βασιλιάς
- το διάστημα κατά το οποίο κάποιος είναι βασιλιάς
- (μεταφορικά) η κυριαρχία, η ακμή ενός φαινομένου, ρεύματος κλπ