Δείτε επίσης: βασιλική

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Βασιλική οι Βασιλικές
      γενική της Βασιλικής των (Βασιλικών)
    αιτιατική τη Βασιλική τις Βασιλικές
     κλητική Βασιλική Βασιλικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Βασιλική < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή Βασιλική

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /va.si.liˈci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βα‐σι‐λι‐κή
ομόηχα: βασιλική, βασιλικοί

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Βασιλική θηλυκό

  1. γυναικείο όνομα
  2. ονομασία οικισμών της Ελλάδας

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις Βασίλειος και βασιλιάς

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Βασιλική αἱ Βασιλικαί
      γενική τῆς Βασιλικῆς τῶν Βασιλικῶν
      δοτική τῇ Βασιλικ ταῖς Βασιλικαῖς
    αιτιατική τὴν Βασιλικήν τὰς Βασιλικᾱ́ς
     κλητική ! Βασιλική Βασιλικαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Βασιλικᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  Βασιλικαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Βασιλική < βασιλική, θηλυκό του βασιλικός

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Βασιλική, -ῆς θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία