Βασιλική
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Βασιλική | οι | Βασιλικές |
γενική | της | Βασιλικής | των | (Βασιλικών) |
αιτιατική | τη | Βασιλική | τις | Βασιλικές |
κλητική | Βασιλική | Βασιλικές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Βασιλική < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή Βασιλική
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /va.si.liˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βα‐σι‐λι‐κή
- ομόηχα: βασιλική, βασιλικοί
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΒασιλική θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις Βασίλειος και βασιλιάς
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Βασιλική στη Βικιπαίδεια (σελίδα αποσαφήνισης)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Βασιλική | αἱ | Βασιλικαί | ||||
γενική | τῆς | Βασιλικῆς | τῶν | Βασιλικῶν | ||||
δοτική | τῇ | Βασιλικῇ | ταῖς | Βασιλικαῖς | ||||
αιτιατική | τὴν | Βασιλικήν | τὰς | Βασιλικᾱ́ς | ||||
κλητική ὦ! | Βασιλική | Βασιλικαί | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Βασιλικᾱ́ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | Βασιλικαῖν | ||||||
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΒασιλική, -ῆς θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Βασιλική - ΘΕΤΙΜΑ, Αρχαίες Ελληνικές Διάλεκτοι - Λεξικό κυρίων ονομάτων στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012