Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Βασιλικούλα οι Βασιλικούλες
      γενική της Βασιλικούλας
    αιτιατική τη Βασιλικούλα τις Βασιλικούλες
     κλητική Βασιλικούλα Βασιλικούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Βασιλικούλα < Βασιλικ(ή) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Βασιλικούλα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Βασιλική