↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Βασιλείδης οἱ Βασιλεῖδαι
      γενική τοῦ Βασιλείδου τῶν Βασιλειδῶν
      δοτική τῷ Βασιλείδ τοῖς Βασιλείδαις
    αιτιατική τὸν Βασιλείδην τοὺς Βασιλείδᾱς
     κλητική ! Βασιλείδη Βασιλεῖδαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Βασιλείδ
γεν-δοτ τοῖν  Βασιλείδαιν
1η κλίση, ομάδα 'Ἀτρείδης', Κατηγορία 'Ἀτρείδης' όπως «Ἀτρείδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Βασιλείδης < Βασιλε(ύς) + (πατρωνυμικό) -ίδης

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Βασιλείδης, -ου αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία