Βασιλείδης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Βασιλείδης | οἱ | Βασιλεῖδαι |
γενική | τοῦ | Βασιλείδου | τῶν | Βασιλειδῶν |
δοτική | τῷ | Βασιλείδῃ | τοῖς | Βασιλείδαις |
αιτιατική | τὸν | Βασιλείδην | τοὺς | Βασιλείδᾱς |
κλητική ὦ! | Βασιλείδη | Βασιλεῖδαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Βασιλείδᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Βασιλείδαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'Ἀτρείδης', Κατηγορία 'Ἀτρείδης' όπως «Ἀτρείδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Βασιλείδης < Βασιλε(ύς) + (πατρωνυμικό) -ίδης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΒασιλείδης, -ου αρσενικό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Βασιλείδης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Βασιλείδης - ΘΕΤΙΜΑ, Αρχαίες Ελληνικές Διάλεκτοι - Λεξικό κυρίων ονομάτων στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012