Βασιλεύουσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Βασιλεύουσα < αρχαία ελληνική, ουσιαστικοποιημένο θηλυκό της μετοχής ενεστώτα βασιλεύων, του ρήματος βασιλεύω
Κύριο όνομα επεξεργασία
Βασιλεύουσα θηλυκό
- η Κωνσταντινούπολη, ως πρωτεύουσα της ενιαίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, και κατόπιν της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας
Μεταφράσεις επεξεργασία
Βασιλεύουσα
|