Ετυμολογία

επεξεργασία
papaz < (άμεσο δάνειο) νέα ελληνική παπάς

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pɑˈpɑz/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

papaz (tr)

  1. ο παπάς, ιερέας
     συνώνυμα: peder
  2. ο ρήγας, ένα από τα τραπουλόχαρτα, το οποίο φέρει την εικόνα ενός βασιλιά
     συνώνυμα: rua